φάρσα

φάρσα
Σύντομο θεατρικό έργο με κωμική υπόθέση που προορίζεται συνήθως για λαϊκό κοινό. Τα πρώτα γνωστά θεατρικά έργα του είδους είναι γαλλικά και χρονολογούνται από τα τέλη του Μεσαίωνα. Η γνωστότερη είναι Το παιδί και ο τυφλός, έργο ανώνυμου συγγραφέα, που χρονολογείται οπωσδήποτε έπειτα από το 1266. Πρόκειται για την ιστορία ενός γέρου τυφλού που τον κοροϊδεύει ο υπηρέτης του. Σήμερα η λέξη φ. δεν έχει πια στην κυριολεξία την αρχική σημασία της, εκτός μόνο σε μερικές κωμικές κινηματογραφικές ταινίες, που κι αυτές ολοένα σπανίζουν. Στη μουσική, ονόμαζαν φ. τον 18o αι. ένα είδος ιντερμέτζων, σχεδόν πάντα μονόπρακτων, με χαρακτηριστικά όμοια με του κωμικού μελοδράματος.
* * *
η, Ν
1. θεατρ. κωμικό σκηνικό δρώμενο ή θεατρικό έργο που χαρακτηρίζεται κυρίως από τις εξαιρετικά απίθανες καταστάσεις, τους τυποποιημένους και ακατέργαστους σε σχέση με την κωμωδία χαρακτήρες, την ευτράπελη υπερβολή και τα χονδροειδή ως προς το περιεχόμενο και την μορφή αστεία
2. αστείο εις βάρος κάποιου, το οποίο φθάνει ώς την υπερβολή («το τηλεφώνημα για την τοποθέτηση βόμβας στην τράπεζα ήταν φάρσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. farsa < γαλλ. farce < λατ. farsus, σπάνιος τ. τής μτχ. fartus τού ρ. farcio «γεμίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φάρσα — η (λ. ιταλ.) 1. λαϊκή κωμωδία που άκμασε κυρίως από το 14ο ως το 16ο αιώνα, και που το θέμα της έχει σκοπό να προκαλέσει το γέλιο με τη γοργή εναλλαγή απρόοπτων και κωμικών παρεξηγήσεων, χωρίς προσπάθεια εμφάνισης ανώτερης κωμικής τέχνης. 2.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκέι, Τζον — (John Gay, Μπάρνσταπλ 1685 – Λονδίνο 1732). Άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Στενός φίλος του Πόουπ και του Σουίφτ, παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή το 1708 με το ποίημα Κρασί. Στο θέατρο παρουσιάστηκε το 1712 με το έργο Mohocks, φάρσα ελάσσονος …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

  • Farsa, Greece — Farsa ( el. Φάρσα) is a small settlement in the island of Kefalonia and is also in the Potamana region in Greece. Farsata located 8 km north of Argostoli, E of Lixouri and S of Fiskardo. It is linked with the Argostoli Fiskardo Road at… …   Wikipedia

  • Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς …   Deutsch Wikipedia

  • Камбисис, Яннис — Яннис Камбисис греч. Γιάννης Καμπύσης …   Википедия

  • άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • αρλούμπα — η 1. φλυαρία, ανόητος λόγος 2. η εντελώς απερίσκεπτη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι προέρχεται με αναγραμματισμό από το *αμπούρλα < ιταλ. burla «αστείο, φάρσα», με ανάπτυξη του προθεματικού στοιχείου α . Κατ άλλους ο τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”